φυλακτό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυχερού. * * * το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι… … Dictionary of Greek
αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… … Dictionary of Greek
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
γοργόνειο — Απεικόνιση Γοργόνας στην αρχαία ελληνική τέχνη. Στην αρχαιότερη περίοδο της τέχνης αυτής τα γ. ήταν πολύ διαδεδομένα. Όμως οι απεικονίσεις από τον 5o και τον 4o αι. π.Χ. άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Καθώς μάλιστα επικρατούσε η πίστη… … Dictionary of Greek
ελεφαντόρρυγχα ψάρια — Ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στην Αφρική και ορισμένα είδη τους συγγενεύουν με τα γναθόστομα. Το ρύγχος τους είναι στραμμένο προς τα κάτω, μοιάζει με την προβοσκίδα του ελέφαντα και έχει ένα άνοιγμα στην άκρη. Σε ορισμένα είδη μόνο το μαλακό… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek